Ακραία συναισθήματα για ακόμα μια φορά, περικυκλώνουν την καρδιά μου, ξενυχτούν τα όνειρά μου, γεμίζουν με αλκοόλ τις νύχτες μου και παγιδεύουν τις πραγματικές μου ανάγκες. Είσαι, όμως ακόμα εδώ με τα πάθη και τα λάθη να ενώνουν τα κορμιά και τις καρδιές μας. Θέλω να κουρνιάσω μέσα σε δυο χέρια, που δεν θα ανοίξουν, μα θα με κλείσουν σφιχτά να μην μπορώ να φύγω. Θέλω να γείρω σε ένα στήθος ζεστό να εναρμονιστεί με τους χτύπους της καρδιάς μου. Ν’ απιθώσω εκεί τις σκέψεις μου, τους φόβους μου, αυτά που με πληγώνουν.
Να απλώσω τη μαυρίλα της ψυχής μου και να γίνει μεμιάς χαλί χρωματιστό, κήπος ολάνθιστος που θα ευωδιάσει. Να κλείσουν οι πληγές, που ακόμα χάσκουν εκτεθειμένες στου καιρού τις αλλαγές και με πονάνε. Να αφήσω τα όνειρά μου να πάρουν σάρκα και οστά. Να αλαφρώσω από το βάρος του κορμιού μου, να ξεκουραστεί ο νους και ελεύθερος να πετάξει. Θέλω να κουρνιάσω, να κουλουριαστώ κι εκεί μέσα, σ’ αυτά τα δυο χέρια, να ξεχειμωνιάσω.
Αυτά τα χέρια παίρνουν συνεχώς τη μορφή σου, έχουν το άρωμά σου, χαϊδεύουν τα μαλλιά μου και ζωντανεύουν όλες τις χορδές μου. Σκόρπιες σκέψεις ενός ανήσυχου μυαλού, αδύνατον να μπουν στη σειρά. Ποια ασθένεια μεταδίδεται με ένα βλέμμα; Ποια δύναμη γεννιέται μέσα από τα μάτια που σε κοιτούν; Κι εκείνο το βλέμμα, που με διαπερνά όσο κανένα. Κι εκείνο το χάδι που άλλο τόσο τρυφερό δεν είχα νιώσει ξανά. Κι εκείνη η αγκαλιά που μου λείπει, τις νύχτες που δεν κοιμάμαι. Κι εκείνα, όλα εκείνα που δεν πρόλαβα να πω.
Στα μικρά σε ψάχνω. Στις στιγμές που μου γεμίζεις τα κενά και σπας κάθε εύθραυστο θρύψαλο της καρδιάς μου. Στη στοργή, στις αγκαλιές που κουμπώνουν τόσο καλά. Σαν τα κομμάτια του κορμιού μου να ενώνονται τέλεια και να ταιριάζουν με τα δικά σου. Η αγκαλιά είναι ό,τι πιο τρυφερό και ύπουλο συνάμα. Ένα κύμα που μπορεί να σηκώσει φουρτούνα ολόκληρη και να πνιγείς, να μην ξέρεις από που σου ήρθε.
Αν ταιριάξουν οι αγκαλιές, μάθε να κολυμπάς. Έτσι είναι τα απωθημένα, κατεστραμμένα αρχεία που έχουν σωθεί στην κάρτα μνήμης. Δεν ανοίγουν, δε σβήνονται μα στέκουν εκεί. Να σου υπενθυμίζουν πως το ατελές συνεπάγεται με το παντοτινό. Ο κύκλος που δεν έκλεισε, το μισοσβησμένο τσιγάρο, το μισοτελειωμένο βιβλίο, συγκρατεί μια ελπίδα για ένα ακόμη αύριο. Μία, μόνο μία. Δεύτερη δεν έχει. Κι αν πιστέψεις ποτέ ότι ήρθε ξανά, ψέματα λες. Μια φορά έρχεται και πάντα θα ξεχωρίζει. Έρωτας φωνάζει από μακριά.
-Το πέταγμα θέλει κότσι καρδιά μου. Θέλει τον άνεμο κόντρα. Θέλει να τα δώσεις όλα, δίχως δίχτυ ασφαλείας. Να μείνεις εσύ και ο ουρανός. Τι έχεις να χάσεις;
-Τα μάτια σου.
-Αν μπορούσες κάτι να κλέψεις τι θα ήταν;
-Αυτές οι στιγμές. Να τις έχω στη μνήμη μου, να παίζουν σε επανάληψη να μου θυμίζουν πως υπάρχεις και ξέρω τι ψάχνω.
Τα χειρότερα, είναι εκείνα τα γαμημένα, ερωτικά απωθημένα που έρχονται κάποιες βραδιές ή εντελώς ξαφνικά και σου χτυπούν την πόρτα. Με το έτσι θέλω. Γλιτώνει κανείς ποτέ από τα απωθημένα του; Δε με νοιάζει πια σε ποιο σημείο θα κλείσει η παρένθεση. Μου αρέσει που είσαι εδώ, όπως ακριβώς είσαι, μακριά και τόσο κοντά ταυτόχρονα… και ξαναλέω στον εαυτό μου, αν ταιριάξουν οι αγκαλιές, μάθε να κολυμπάς.