Κι εγώ να λιώνω…

Να ‘ναι χειμώνας, Κυριακή πρωί. Να κάνει κρύο, τόσο που να μην μπορώ να ζεσταθώ κάτω απ’ το πάπλωμα. Να σε αγγίζω με τα παγωμένα μου πόδια κι εσύ να με θες τόσο που να με αφήνεις παρ’ όλο που παγώνεις. Να μπαίνει ελάχιστο φως απ’ τα παράθυρα που πάντα προτιμώ κλειστά κι απ’ έξω η πόλη να ψιθυρίζει τα δικά της.

Να είμαι δίπλα σου, να είσαι εκεί. Να με φιλάς στο μέτωπο κι εγώ να λιώνω.

Κάπως έτσι πρέπει να είναι το υπέροχο. Δεν ξέρω δηλαδή αν μπορώ να περιγράψω πληρέστερα μιας κατάσταση απόλυτης ευτυχίας. Αναρωτιόμουν, γιατί οι άνθρωποι να πολεμούν και να σκοτώνονται ενώ υπάρχει το φιλί. Γιατί να θέλουν οτιδήποτε άλλο, πέρα από αυτό. Πέρα από δυο χέρια και μια μυρωδιά που θα αναγνωρίζουν απόλυτα, που θα συνδέουν με ό, τι λέγεται πάθος. Πώς γίνεται να είναι δυστυχισμένοι τόσοι άνθρωποι κι άλλοι να είναι τόσο τυχεροί;

Ξέρεις, λένε πως το πάθος έχει πολλές μορφές, δεν είναι ένα, δεν είναι σε βάθρο. Μεταμφιέζεται στο πρόσωπο που του δίνεις και περιμένει πότε κι αν θα το βρεις. Και μπορεί πραγματικά να μη σου ταιριάζει, να είναι απλά ένα πάθος με άλλο πρόσωπο. Με άλλα χαρακτηριστικά. Να είναι ξένο για σένα, να είναι δύσκολο. Μα εμείς, κοίτα να δεις, έστω για ένα βράδυ το βρήκαμε, τα καταφέραμε. Έχει τα δικά σου μάτια και τα δικά μου χείλη. Έχει τα χέρια σου και τα μαλλιά μου. Έχει τη μυρωδιά σου.

Κι είναι τόσο όμορφο, που καμιά φορά νιώθω ενοχή που τα καταφέραμε. Και ξέρεις κάτι; Εγώ σε θέλω, το θέλω αυτό το πάθος, με ένα “θέλω” κατακόκκινο, πυρετώδες, με ένα “θέλω” απαιτητικό κι απόλυτο.

Σε θέλω τα Σάββατα το βράδυ και την Κυριακή τα χαράματα. Στην γεύση του κρασιού. Σε θέλω στον πυρετό της καθημερινότητας, στα ζόρια της δουλειάς, τα απογεύματα με τον καφέ. Σε θέλω να δίνεις το παρών με ένα μήνυμά σου που θα με κάνει να χαμογελάσω.

Να ‘ναι χειμώνας. Κυριακή μεσημέρι. Κάπως έτσι πρέπει να είναι το υπέροχο…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.