Λένε πως η δημιουργικότητα δε στερεύει, όσο την εξασκείς, τόσο πολλαπλασιάζεται. Τι ωραίο και ρομαντικό. Και πόσο μεγάλο ψέμα είναι άραγε, όταν η ζωή τρέχει πιο γρήγορα κι από το φως, παρασέρνοντας τα πάντα στο πέρασμά της;
Προσπαθώ με κόπο να γράψω αυτό εδώ το κείμενο. Έχω μια γενική και αόριστη ιδέα για το τι θέλω να πω, αλλά το πώς μου διαφεύγει, σαν τη λέξη που έχεις στην άκρη της γλώσσας αλλά τη βρίσκεις όταν η ευκαιρία έχει πια χαθεί. Είναι μέρες, εδώ και πολλές μέρες (να τολμήσω να πω εβδομάδες;;) που ανασκελεύω συνεχώς τα ίδια, αναζητώντας σε ακρογιαλιές και δειλινά τη Μούσα μου, μόνο και μόνο για να τη βλέπω να προχωράει προς το ηλιοβασίλεμα φορώντας ένα t-shirt με τυπωμένη τη φράση “Out of office”.
Στύβω το μυαλό μου να σκεφτώ ιδέες. Να πιέσω την έμπνευση μπας και έρθει, μα γυρίζω συνεχώς στα ίδια. Η κάνουλα έχει μπλοκάρει, κι ό,τι πέφτει – με το σταγονόμετρο- είναι τουλάχιστον ανεπαρκές. Πώς να σε ξεδιψάσουν δυο γουλιές νερό σε τέτοιο καύσωνα;
Είναι στιγμές που φοβάμαι μήπως δεν αρχίσει ξανά η μηχανή, Μήπως μείνει κολλημένη στην άμμο, σαν εγκαταλελειμένο όχημα, ελπίζοντας στο έλεος του δήμου και την καταστροφική δύναμη του χρόνου. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι μένει στη μέση, μια ακόμα άνω τελεία, σαν ανάσα που δε βρήκε την εκπνοή της.
Νιώθω ενοχές, απέναντι στον εαυτό μου, απέναντι σε εσένα που διαβάζεις, σαν να μας κοροϊδεύω όλους αναμασώντας τα παλιά, ψάχνοντας τρόπους να κοροϊδέψω το πέρασμα του χρόνου, να κρυφτώ πίσω από άλλα, από υποχρεώσεις, ανοιχτές εκκρεμότητες και πρέπει. Αφήνω την καλοκαιρινή ραστώνη να με παρασύρει, καθώς η στοίβα με τα δημοσιευμένα μεγαλώνει, όσο τρώω από τα έτοιμα. Είμαι σαν τον τζίτζικα, αφήνομαι στη χαλαρότητα του καλοκαιριού που πέρασε και ξεχνάω, ξεχνάω το χειμώνα που έρχεται (πάντα έρχεται, ακόμα κι όταν περνάει), τότε που ο χρόνος θα αρχίσει να τρέχει ξανά γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα.
Φοβάμαι αυτό το μεγάλο μπλοκάρισμα, που ξεκίνησε με την πραγματική έλλειψη χρόνου όταν υπήρχαν άλλα πιο επείγοντα, συνεχίστηκε με τη φυσική απουσία από τις συνήθειες και τους γνώριμους χώρους, και τώρα, τώρα απλά έχει παγιωθεί. Όπως ο ανεπιθύμητος συγγενής που γίνεται βραχνάς, ενοχλητικό βηχαλάκι που ξεχνάς πως κάποτε απλά δεν υπήρχε.
Αναρωτιέμαι αν θα επιστρέψει η Μούσα μου ξανά. Τι πρέπει να κάνω άραγε; Να την παρακαλέσω; Να πέσω στα πόδια της και να ζητήσω ταπεινή συγχώρεση; Να θυμώσω, να φωνάξω να τσακωθώ με τον εαυτό μου, λέγοντας κι αντιλέγοντας σαν cartoon;
Τι γίνεται όταν νιώθεις πως η δημιουργικότητά σου σε έχει αφήσει χρόνους και καιρούς;
Όταν οτιδήποτε άλλο είναι πιο εύκολο από το να κάτσεις κάτω να γράψεις, να σχεδιάσεις, να ζωγραφίσεις; Όταν φοβάσαι μήπως όλα όσα έχεις φτιάξει μέχρι τώρα μαραθούν, σαν δέντρο που ξέχασες να ποτίσεις;
Πώς ξεπερνάς το φόβο της στέρφας γης που δεν έχει τίποτα πια να προσφέρει, όσους σπόρους κι αν προσπαθήσεις να φυτέψεις; Είναι άραγε ξηρασία, ή μήπως ήρθε η ώρα για άλλους σκοπούς και επιδιώξεις;
Συγχώρεσε με. Είναι αυτή η περίεργη ζέστη στα μέσα του Οκτώβρη που όλα τα θολώνει. Αύριο. Ίσως αύριο να είναι καλύτερα. Γιατί πάντα υπάρχει αυτό το αύριο που τα κάνει όλα να μοιάζουν λίγο πιο υποφερτά.