Η ιστορία είναι γνωστή. Άστο για αργότερα, σκέφτεσαι. Για όταν έχουμε κόσμο, μια γιορτή, για τα γενέθλια του Αχιλλέα. Για του χρόνου που μπαίνω στα 30. Ή ίσως για τη μέρα που η ζυγαριά θα δείξει 50 και ούτε ένα γραμμάριο παραπάνω και όταν τα μαλλιά μου μακρύνουν. Πάντα υπάρχει το μετά, το αργότερα, το αύριο. Μια δικαιολογία για να περιμένεις λίγο ακόμα, και λίγο ακόμα πιο μετά από αυτό.
Ώσπου μια μέρα παύει να υπάρχει το αύριο. Ο κόσμος δεν έρχεται ποτέ στο σπίτι, ο Αχιλλέας γιορτάζει τα γενέθλιά του με φίλους κι εσύ δεν είσαι πια 30.Παίρνεις κιλά αντί να χάνεις και σε ένδειξη αντίδρασης κόβεις τα μαλλιά σου κοντά. Κι έτσι, όλα εκείνα τα αύριο και τα πιο μετά δεν υπάρχουν πια. Έχουν αλλάξει σε κάτι άλλο και μαζί τους και τα όνειρά σου.
Πότε είναι η στιγμή που πρέπει να πεις όχι άλλο αύριο; Να αποδεχτείς ότι τώρα, ναι, τώρα είναι η στιγμή. Για να φορέσεις εκείνο το βελούδινο φόρεμα με τα στρας, για να βάλεις το κόκκινο κραγιόν, για να φας το κομμάτι τούρτα που σε γλυκοκοιτάζει από το ψυγείο. Για να τολμήσεις. Πριν να ξυπνήσεις μια μέρα και όλα σου τα αύριο να έχουν αλλάξει για πάντα.
Είναι αστείο. Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή μια σαμπάνια που είχα πάρει στα γενέθλιά του, στο πάρτι έκπληξη που του ετοίμασα. Η σαμπάνια δεν άνοιξε ποτέ και καταχωνιάστηκε σε ένα ντουλάπι με τα κεράκια και το καλό τραπεζομάντηλο για αργότερα, για μια άλλη γιορτή, για όταν θα έχουμε ξανά κόσμο.
Οι μέρες περνούσαν, οι εβδομάδες και με ρωτούσε “να ανοίξω τη σαμπάνια;” κι έλεγα όχι, μπορεί να έρθει κάποιος. Και άλλωστε θα πιούμε μόνοι μας ολόκληρο μπουκάλι; Όχι, να περιμένουμε. Και οι εβδομάδες έγιναν μήνες και η σαμπάνια μάζευε σκόνη στο ράφι καθώς άλλαζαν οι εποχές. Βαλίτσες έμπαιναν και έβγαιναν συνέχεια, χαλιά, στολίδια κι ένα καινούριο τρόλευ από το ΙΚΕΑ για “αργότερα” που θα αλλάξουμε σπίτι.
Μια μέρα όμως, ήρθε και η δική της σειρά. Εκστασιασμένη, καθώς την πήραν επιτέλους από το ράφι, έκανε το σύντομο ταξίδι μέχρι την κουζίνα. Εκεί κάποιος έβγαλε το πώμα και εκείνη ξεθύμανε από την ανακούφιση. Ωστόσο κάτι δεν πήγαινε καλά. Όχι, όχι, δεν γινόταν αυτό, δεν μπορεί να το ζούσε. Κάποιος την άδειαζε στο νεροχύτη και μετά τη γέμισε με νερό, την ξέπλυνε και την έριξε στη σακούλα της ανακύκλωσης. Μα, γιατί, σκεφτόταν η σαμπάνια, τι έκανα λάθος;
17/07/2018 έγραφε στη δεξιά πλευρά του μπουκαλιού. “Δεν ήξερα ότι λήγουν και οι σαμπάνιες”, του είπα κι εκείνος κρατήθηκε να μη μιλήσει. Γιατί το έλεγε τόσο καιρό και τώρα είχε πάει χαμένο.
Μια σαμπάνια δεν είναι τίποτα, δεν έχει καθόλου αξία. Όλα τα άλλα όμως; Εκείνα που αφήνουμε επίτηδες στο ράφι για αργότερα; Τι γίνεται με αυτά; Κάτι μου λέει ότι δεν είναι τόσο εύκολο να τα πετάξουμε, να τα αψηφήσουμε σαν ένα λάθος της στιγμής.
Πόσες σαμπάνιες αφήνουμε άραγε για όταν οι συνθήκες θα είναι ιδανικές; Και γιατί περιμένουμε να είναι ιδανικές; Γιατί βάζουμε πάντα νοερά εμπόδια στους εαυτούς μας, αναβάλλοντας συνεχώς την ευχαρίστηση, τη χαρά που μπορεί να κρύβεται σε κάτι τόσο απλό όσο ένα ποτήρι σαμπάνιας;
Άραγε, τι είναι πιο σημαντικό; Να αποδεχτούμε την ατέλεια του τώρα ή να ελπίζουμε για πάντα σε ένα ιδανικό αύριο; Σκέψου το καλά πριν αφήσεις ένα ακόμα μπουκάλι σαμπάνια να πάει χαμένο, γιατί ακόμα κι αυτό, μπορεί τελικά να είναι πολύ σημαντικό…