Είναι κάποιες μέρες που δεν έχεις όρεξη για τίποτα. Όλα σου μοιάζουν αδιάφορα. Δε θέλεις να διαβάσεις, δε θέλεις να χαζέψεις στον υπολογιστή, η τηλεόραση προτιμάς να μένει κλειστή κι η μόνη λύση είναι ο καναπές με θέα το ταβάνι, που σαν να έχει σκάσει σε ένα σημείο, δε νομίζεις;
Τέτοιες μέρες, η μόνη φράση που μπορεί να περιγράψει τη συναισθηματική σου κατάσταση είναι η λέξη “βαριέμαι”, ακολουθούμενη από κάποιου είδους ποσοτικό επίρρημα, όπως, πολύ, πάρα πολύ, απίστευτα και φοβερά. Και παρόλο που το νιώθεις ειλικρινά και αδιαπραγμάτευτα, το παραδέχεσαι με κάποια ενοχή. “Βαριέσαι; Τι πάει να πει βαριέσαι;” φωνάζει αμέσως το επικριτικό κομμάτι του εαυτού σου, κι εσύ καταπίνεις αυτή τη φράση που τόλμησες να ψελλίσεις.
Γιατί όμως είναι τόσο κακό να βαριέσαι; Γιατί πρέπει πάντα να έχεις κάτι να κάνεις; Και τι μας αναγκάζει τέλος πάντων να ζούμε σε μια μόνιμη κατάσταση τρεξίματος; Μήπως είναι η ώρα να απενοχοποιήσουμε επιτέλους τη βαρεμάρα;
Θυμάμαι να διαβάζω κάποια στιγμή ότι τα παιδιά πρέπει να βαριούνται. Ότι δεν πρέπει να τους δίνουμε συνέχεια παιχνίδια και νέα ερεθίσματα, αλλά να τα αφήνουμε να βρουν μόνα τους κάτι να απασχοληθούν γιατί έτσι καλλιεργούν τη φαντασία τους. Και γιατί πρέπει να μαθαίνουν στις σιωπές, στην απραξία και την ενδοσκόπηση.
Μεγαλώνοντας όμως κάτι αλλάζει. Ίσως να φταίει που βγαίνουμε σε αυτόν τον τεράστιο κόσμο εκεί έξω και συνειδητοποιούμε πόσα εκατοντάδες πράγματα υπάρχουν για να κάνουμε, να δούμε, να αγγίξουμε, να γευτούμε. Ίσως να παίζει ρόλο που αποκτάμε παρέες και φίλους τους οποίους ακολουθούμε σε ό, τι κι αν κάνουν γιατί είναι ωραίο να νιώθεις πως ανήκεις και κάπου αλλού εκτός από το σπίτι σου. Ή ίσως να βλέπουμε τα πάντα γύρω μας να τρέχουν, να αλλάζουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς κι ο μόνος τρόπος για να προφτάσουμε είναι να τρέξουμε κι εμείς. Καθώς έτσι λοιπόν, η ιδέα του νεκρού χρόνου μοιάζει με ουτοπία. Με αστικό μύθο σχεδόν. Ακόμα και το βράδυ που κάνεις being watching την έκτη σεζόν του Orange Is The New Black τρέχεις να προλάβεις πριν το δει η φίλη σου απ’ τη δουλειά και στο κάνει spoiler. Κυνηγάς τις τάσεις, κυνηγάς τις μόδες, κυνηγάς τον ελεύθερο χρόνο, μόνο και μόνο για να τον γεμίσεις με κάτι ακόμα. Τι ειρωνεία.
Έρχεται όμως κάποια στιγμή που κουράζεσαι. Ίσως αδειάζουν οι μπαταρίες σου κι ο μόνος τρόπος να τις φορτίσεις είναι να μπεις σε flight low battery mode. Και σε μια τέτοια φάση, δε θέλεις να κάνεις τίποτα. Δε θέλεις να μιλήσεις σε κανέναν. Δε θέλεις να δεις τίποτα. Όλα είναι ανούσια, μόνο και μόνο γιατί εσύ ο ίδιος είσαι σε μια κατάσταση όπου απλά δεν μπορείς να δεχτείς κανένα απολύτως ερέθισμα.
Η βαρεμάρα είναι μια φυσική κατάσταση. Αν δεν ήταν, δε θα το νιώθαμε όλοι σε κάποια φάση της πολυάσχολης ζωής μας. Ακριβώς όμως επειδή η ζωή μας είναι πολυάσχολη, ποιος τολμάει να παραδεχτεί ότι πέρασε ένα απόγευμα, ή μια ολόκληρη μέρα στον καναπέ, ενώ έχει μια τεράστια λίστα από υποχρεώσεις και to do; Ποιος έχει το θάρρος να παραδεχτεί πως βαριέται σε αυτόν τον τόσο γεμάτο κόσμο;
Ας απενοχοποιήσουμε επιτέλους τη βαρεμάρα.
Ας σταματήσουμε να κρίνουμε όλες εκείνες τις φορές που τίποτα δε μας ικανοποιεί. Μπορεί αυτές οι στιγμές βαρεμάρας να είναι ο τρόπος που βρίσκει ο εαυτός μας να κάνει ένα διάλειμμα, να σταματήσει τα πάντα, να μαζέψει δυνάμεις, πριν ανέβει ξανά στο διάδρομο κι αρχίσει να τρέχει.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα σκεφτείς “βαριέμαι” αν μια φωνή σου απαντήσει “τι λες; σοβαρέψου, έχεις τόσα πολλά να κάνεις”, βάλ’ την κατευθείαν στο αθόρυβο και γύρνα από την άλλη.
You don’t need that kind of negativity in your life. Έτσι δεν είναι;