Α…

12 χρόνια. 144 μήνες. 4.380 μέρες. Έπρεπε να περάσει τόσος καιρός για να καταλάβω έστω κι ένα απειροελάχιστο μέρος απ’ όσα νιώθω για σένα.

Σχολείο πήγαινα την τελευταία φορά που σε είδα. Ήταν η χρονιά που τελείωνα το λύκειο. Θα ενηλικιωνόμουν, θα ήμουν φοιτήτρια πια, θα είχα ελεύθερα τα Σαββατοκύριακα μου για να μπορώ να έρχομαι να σε βλέπω. Ούτε που κατάλαβα, ή ίσως να μη θυμάμαι πια πώς σε έχασα μέσα σε μια στιγμή. Ξαφνικά, σταμάτησε κάθε είδους επικοινωνία μεταξύ μας. Και κάπως έτσι ξαφνικά, σταμάτησα κι εγώ να επισκέπτομαι το μοναδικό μέρος που θα μου δινόταν η ευκαιρία να σε δω έστω και για πέντε λεπτά. Δεν ήταν μόνο οι συγκυρίες, ήταν και επιλογή μου. Φοβόμουν να σε αντικρίσω, να σε κοιτάξω στα μάτια, να σου μιλήσω. Μη ρωτήσεις γιατί, ούτε κι εγώ ξέρω.

Θυμάμαι. Τα πάντα θυμάμαι. Από παιδάκι ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Ξέρεις, από εκείνους τους παιδικούς, πλατωνικούς έρωτες που συνήθως είναι μονόπλευροι γιατί ποτέ δε βρίσκεις το θάρρος να το ομολογήσεις. Σε χάζευα, δε χόρταινα να σ’ακούω να μιλάς και να κρέμομαι από κάθε σου λέξη. Δυστυχώς ή ευτυχώς ποτέ σου δεν κατάλαβες τίποτα. Μέχρι εκείνο το καλοκαίρι. Το πρώτο μας φιλί. Στο αυτοκίνητο σου. Θυμάσαι; Με φίλησες κι η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Φοβόμουν μήπως την ακούσεις. Τα χέρια μου έτρεμαν. Γι’αυτό ποτέ μου δε σε ακούμπησα, για να μην το καταλάβεις. Το βράδυ ξανασυναντηθήκαμε. Στα κρυφά. Το έσκαγα απ’το παράθυρο για να έρθω να σε βρω. Βλέπεις, η οικογένεια μου ήταν πολύ αυστηρή για να μου επιτρέψει να κυκλοφορήσω νύχτα. Κι εκείνο το βράδυ ήταν η πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Πρώτη φορά ένιωθα τέτοιο άγγιγμα, πρώτη φορά ένας άντρας άγγιζε με τα χέρια του την ψυχή μου. Κι έλιωσα, και παραδόθηκα ολοκληρωτικά στα δυο σου χέρια, και κάθε χιλιοστό του κορμιού μου έγινε δικό σου. Σου ανήκα, από εκείνη τη μαγική στιγμή που γίναμε ένα κάθε κύτταρα μου φώναζε το όνομα σου.

Αχ και να ‘ξερες πόσες μέρες έκλαιγα που έφυγα και πάλι μακριά σου. Δεν άντεξα καν να σε αποχαιρετίσω όπως σου άξιζε, όπως μας άρμοζε. Δε θα άντεχα να σε δω να απομακρύνεσαι και σε καμία περίπτωση δεν ήθελα το τελευταίο πράγμα που θα θυμόσουν από μένα να ήταν τα δακρυσμένα μου μάτια. Πού να ‘ξερα κι εγώ πως η επόμενη φορά που θα σε έβλεπα θα ήταν 12 ολόκληρα χρόνια μετά;

Αχ και να ‘ξέρεις πόσα βράδια περίμενα καρτερικά το κινητό μου να χτυπήσει. Να δω στην οθόνη του να αναβοσβήνει το όνομα σου. Να ξυπνήσω ένα πρωί και να βρω ένα μήνυμα σου, έστω και τυπικό.

Ζούσα μόνη μου πλέον, είχα γίνει φοιτήτρια, είχα ενηλικιωθεί, είχα ελεύθερα τα Σαββατοκύριακα μου, αλλά δεν μπορούσα να έρθω να σε δω. Δεν ήξερα καν αν ήθελες να με δεις. Ίσως να είχες προχωρήσει τη ζωή σου, ίσως να είχες αλλάξει ολόκληρο κεφάλαιο, όχι μόνο σελίδα κι εγώ σε αυτό το κεφάλαιο ίσως να ήμουν παρείσακτη. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Δεν ήθελα να ξέρω πως στη δική σου ζωή περισσεύω. Προτιμούσα να ζω στην άγνοια, στο παραμύθι μου και να κρατάω ελεύθερη τη μία πλευρά στο διπλό μου κρεβάτι περιμένοντας εσένα. Η θέση αυτή σου ανήκε. Κι ας μην ερχόσουν…

Και τώρα; Ένα βλέμμα ήταν αρκετό. Αρκετό για να ξυπνήσουν και πάλι μέσα μου όλα αυτά. Αυτή τη φορά όμως ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Ήξερα ότι έπρεπε να βρω το θάρρος και να σου στείλω ένα μήνυμα, γνωρίζοντας πως μπορεί και να μη λάβω ποτέ απάντηση. Τη συνέχεια την ξέρουμε καλά και οι δυο μας.

Τα συναισθήματα ίδια… Ίδιο καρδιοχτύπι, ίδιο τρέμουλο, ίδια αγωνία, ίδιο χαμόγελο.

Χάνομαι στα δυο σου μάτια. Δυο μάτια θάλασσες. Λιώνω σαν με φιλάς. Παραλύω σαν με κρατάς στα χέρια σου. Κι είναι σαν να αρχίζουν όλα απ’την αρχή. Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα κι ας είναι όλα διαφορετικά. Δε με νοιάζει αν θα μου κάνεις έρωτα, δε με νοιάζει να σε νιώσω μέσα μου. Μου φτάνει μόνο να σε χαζεύω, να μ’ αγκαλιάζεις και να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Πάλι παραδομένη σ’ εσένα θα είμαι.

Δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι αμοιβαία, ή αν για ακόμα μία φορά είναι μονόπλευρα αλλά να σου πω κάτι; Ούτε που με νοιάζει. Με νοιάζει μόνο που είμαι εδώ. Μαζί σου. Δίκη σου. Έστω για τόσο λίγο.

Ξέρω πως είμαστε τελείως διαφορετικοί. Ξέρω πως ίσως όλα αυτά να σου φανούν υπερβολικά. Ξέρω πως δεν είσαι από τους ανθρώπους που τους αρέσει το διάβασμα, ήθελα όμως να ξέρεις. Να ξέρεις τι σημαίνεις για μένα, να ξέρεις πώς νιώθω, να ξέρεις πως κάπου κάμποσα χιλιόμετρα μακριά υπάρχει ένας άνθρωπος που σε νοιάζεται, που του λείπεις, που σε σκέφτεται και… Σ’ΑΓΑΠΑΕΙ!

Να σε κρατάω αγκαλιά
Δυο μέρες μόνο
Να σ'έχω δίπλα μου ξανά
Για λίγο μόνο... 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.