Τι όμορφο το μπάλωμα που δημιουργείς. Μια μικρή τσέπη, ανίκανη να κρατήσει το βάρος μιας χούφτας. Γεμίζεις το κενό και οι ραφές σου ξεχειλίζουν. Ο αέρας πια δεν μπάζει. Τουλάχιστον όχι όπως πριν βρεθείς εδώ. Πάντα όμως παραμένεις μπάλωμα. Επάνω σ’ ένα άλλο μπάλωμα. Γιατί ποτέ κανείς δεν μαθαίνει πως τα μπαλώματα είναι προσωρινά; Ένα νέο παλτό σε γλιτώνει από τόσα πολλά έξοδα. Τα μπαλώματα αν τα ένωνες, θα έκαναν ένα τεράστιο πάπλωμα.
Για όλες τις κρύες νύχτες, τα ακόμη πιο κρύα ξημερώματα, για τα ζεστά μεσημέρια που πετάς το πάπλωμα γιατί δεν αντέχεις άλλο. Πνίγεσαι, λες και είναι καλοκαίρι. Σκεπάζεσαι σαν να είναι χειμώνας. Είναι όμως χρόνος, άχρονος, δίχως εποχή και φθινοπωρινά φύλλα. Το μπάλωμα δεν γνωρίζει από χρόνο. Σαν μικρή πληγή, επουλώνεται. Και το σημάδι μένει, όπως και η ραφή. Ασπρίζει τόσο, που γίνεται ξένο, όχι όμως τόσο ξένο που να σε ξενίζει. Το χαϊδεύεις, το συνηθίζεις. Μα πάντα το φυλάς από κάθε τι απειλητικό, μην τυχόν και σχιστεί ή μολυνθεί. Μην τυχόν έρθει κάποιος και σου το πιέσει. Το καλύπτεις πάντα για να μην το δουν και σε πουν αδύναμο. Μα δεν ξέρεις ότι τα μπαλώματα είναι η παντοδυναμία μας; Δεν ξέρεις ότι αυτά μας κάνουν πιο δυνατούς; Κι όταν ραγίζουν για δεύτερη φορά, δεν καταλαβαίνουν πόνο.
209 λέξεις έως τώρα. Και δεν κουράστηκες να διαβάζεις; Θα μπορούσαν να είναι και λιγότερες και σε έχω κοροϊδέψει. Και τώρα ίσως τις μετράς από περιέργεια, κουνώντας τα δάχτυλά σου μέσα από το μπάλωμα του παλτού σου. Ή μέσα από το πάπλωμα σου. Σκεπάσου με όλα τα μπαλώματα του κόσμου που σου έχουν δοθεί έως τώρα. Που καλύπτουν τα μικρά και τα μεγάλα κενά. Κι αγάπησε τα όλα το ίδιο. Τουλάχιστον δεν μπαίνει κρύος αέρας ούτε ξένα χέρια.
Ευχαρίστησε τα ένα-ένα για άλλο ένα ζεστό βράδυ. Για άλλο ένα κρύο μεσημέρι. Κι όταν το κρεβάτι γίνει παζλ, σκόρπισε τα μπαλώματα ανάμεσα στα κενά. Για να συμπληρωθεί το πάπλωμα.