Φαντάσου να έφευγα. Φαντάσου να έχωνα σε μια βαλίτσα τα απαραίτητα και να έφευγα για πάντα. Να τα αφήνω πίσω, όλα και όλους. Ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, χωρίς αποχαιρετισμούς, χωρίς αιτιολογίες.
“Όταν λέμε πως θα φύγουμε, δε λέμε για που” είπε ο Λεξ και πριν ακόμα ακούσω αυτό το στίχο, το ένιωθα σαν μια από τις μεγαλύτερες επιθυμίες μου. Δε θα έλεγα που, δε θα έλεγα ούτε γιατί. Κανείς δε χρειάζεται να μάθει. Δε με νοιάζει τι θα συναντήσω εκεί. Δε με νοιάζει αν θα τα βγάλω πέρα. Δε με νοιάζει αν θα επιβιώσω. Με νοιάζει μόνο να φύγω από εδώ. Κι όταν λέω από εδώ, μη βιαστείς να μπερδευτείς. Δεν εννοώ ακριβώς το χώρο. Δε με ενοχλεί το σπίτι, η γειτονιά ή η πόλη. Με ενοχλεί η ζωή. Θα φύγω σημαίνει αλλάζω ζωή. Θα κάνω reset, θα βρω άλλο περιβάλλον, άλλους φίλους, άλλες ασχολίες, άλλη θέα απ’ το παράθυρο. Βαρέθηκα τα ίδια. Και ποιος δε βαρέθηκε; Βαρέθηκα τις μορφές που βλέπω κάθε μέρα να προσποιούνται. Να παριστάνουν τους χαρούμενους, τους φιλικούς, τους ευτυχισμένους. Βαρέθηκα να κατεβαίνω κάθε μέρα τα ίδια σκαλιά και να μπαίνω κάθε μέρα στο ίδιο αστικό λεωφορείο. Βαρέθηκα τις ίδιες σκέψεις και τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο καφέ.
Μπορεί να φαίνεται μακρινό, όμως απέχει μόνο ένα κλικ. Ένα πάτημα του διακόπτη στο μυαλό μου, όταν πάρω την απόφαση να μου κάνω την επανεκκίνηση. Ποιος είπε ότι είναι ανάγκη να πορευτώ με την ίδια ζωή που ξεκίνησα; Γιατί να μην έχω το δικαίωμα να την αλλάξω στην πορεία; Είναι δικιά μου. Και δε νομίζω ότι συμφώνησα να τη χαρίσω ή να την αφιερώσω σε κανέναν άλλον.
Και θα με ενθουσιάσει αυτή η αλλαγή, το ξέρω και μόνο στην ιδέα. Θα μου δώσει νόημα και θα με ευχαριστήσει το καινούριο. Όπως κάθε τι καινούριο. Θα έχω νέα πράγματα να εξερευνήσω, να σκεφτώ, να γελάσω. Θα τα απορροφήσω όλα απ’ την αρχή, σαν να ξαναγεννιέμαι. Και δε θα νοσταλγήσω στιγμή το παλιό. Δε θα του δώσω καμία αξία, καμία αφορμή να με τραβήξει πίσω. Θα ζήσω για το καινούριο, αυτό που εγώ επέλεξα και για μένα, τον εαυτό που εγώ επέλεξα.