Κάποτε ο Κορνάρος τον ονόμασε “άβουλο κοπέλι”, ξέρεις σε ποιον αναφέρομαι, έτσι; Αν όχι, τότε ας μάθεις κάτι κι από εμένα. Τον έρωτα αποκάλεσε έτσι, εκείνο το μικρό φτερωτό θεό που με τα βέλη του έχει χτυπήσει κόσμο και κοσμάκη και θα συνεχίσει να το κάνει για πολλά ακόμα χρόνια. Ας μην τον κατηγορούμε όμως, γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Κι αν είσαι απ’ αυτούς που δεν πιστεύουν στον κεραυνοβόλο έρωτα, μάλλον θα φταίει ότι δεν τον έχεις βιώσει ακόμα.
Ναι υπάρχει, μην είσαι άπιστος. Απ’ τη μία θέλω να σου πω “κρίμα” που δεν τον έχεις νιώσει ακόμα στο πετσί σου, κι απ’ την άλλη να σε συγχαρώ που την έχεις γλιτώσει. Ανάμεικτα τα συναισθήματα.
Άκου να δεις τώρα πως έχει το πλάνο. Τον βλέπεις κι οι σφυγμοί σου ξαφνικά χτυπάνε ταβάνι, αρχίζουν να ιδρώνουν τα χέρια σου, μια αμηχανία σε καταβάλει κι η φωνή βγαίνει με το ζόρι απ’ τα χείλη σου και όλα αυτά έχουν γίνει μέσα σε διάστημα το πολύ ενός λεπτού, έτσι ξαφνικά, άνευ λόγου και αιτίας. Αν κοιτάξεις πίσω σου θα δεις με την άκρη του ματιού σου ότι αυτό το στρουμπουλό ξανθό αγγελάκι με τα βέλη του βρήκε στόχο και ο στόχος δεν είναι άλλος από εσένα. Και κάπως έτσι ξεκινάει ένα μαρτυρικό μα συνάμα ευχάριστο βασανιστήριο, αυτό του κεραυνοβόλου έρωτα.
Κάπως έτσι λοιπόν, την πάτησα κι εγώ. Τον είδα μπροστά μου κι ήταν σαν να τον είχα δει άλλες 10.000 φορές. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και ήταν σαν κάτι ανάμεσά μας να κούμπωσε. Με φίλησε κι ένιωσα τα χείλη του τόσο γνώριμα, σαν να τα αποζητούσα από καιρό. Μα, αυτό που με κέρδισε πιο πολύ απ’ όλα ήταν το άρωμα του, ένα άρωμα που πότισε τα ρουθούνια μου και όλη μου την ύπαρξη, με έκανε απ’ το πρώτο λεπτό να πιστέψω πως θα μπορούσα πλέον να το αναγνωρίσω ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα αρώματα, να το ξεχωρίσω και να το βαφτίσω “έρωτα”.
Ήμασταν ίδιοι, σε όλα. Ήμουν ο θηλυκός του εαυτός κι εκείνος το αντριλίκι που πάντα έκρυβα μέσα μου. Τον διάβαζα, τις εκφράσεις του, το χαμόγελό του, τα μάτια του, ακόμα και τις σιωπές του. Ήξερα πως να του φερθώ, τι έπρεπε να πω και τι όχι, πότε να τον πάρω μια αγκαλιά και πότε να κρατήσω απόσταση χιλιομέτρων. Τα μάτια του. Αχ αυτά τα μάτια του! Δυο γαλανές θάλασσες έτοιμες να κατασπαράξουν κάθε καράβι που θα έπεφτε στα κύματά τους. Αυτά την έκαναν όλη τη ζημιά. Τα κοιτούσα και χανόμουν μέσα τους. Εκεί μέσα, που λες, έβλεπες ξεκάθαρα κάθε του συναίσθημα. Όταν θύμωνε η κόρη διαστελλόταν, έκανε την εμφάνισή του ο κακός του εαυτός και το βλέμμα του σκοτείνιαζε, σε αντίθεση με τις στιγμές που με κοιτούσε με τρυφερότητα και η κόρη διαστελλόταν κι εμφανιζόταν όλο το μπλε του Αιγαίου κι ήταν σαν να μου έλεγε να βουτήξω στα βαθιά χωρίς σωσίβιο.
Έτσι ακριβώς την πάτησα και βούτηξα. Βούτηξα μέχρι τον πάτο και παραμένω ακόμα, εδώ που τα λέμε, στον πυθμένα. Το μόνο που εύχομαι είναι όταν αυτή η φούσκα θα σκάσει,γιατί δυστυχώς όλα τα ωραία και έντονα κάποτε τελειώνουν, να μου έχει μείνει μια τελευταία αναπνοή για να βγω στην επιφάνεια κι όχι να με ξεβράσει κάποιο κύμα στην αμμουδιά με λίτρα νερό να κατακλύζουν τα πνευμόνια μου. Και, πού ξέρεις; Ίσως αν τα καταφέρω να συνεχίσω να κολυμπάω μαζί του μέχρι την Καραϊβική. Αυτή τη φορά σε γαλήνια νερά.