Τον είδες και ένα σοκ το πέρασες, χαιρετηθήκατε και τα σοκ άρχισαν να έρχονται απανωτά. Το άρωμά του, η σφιχτή και «αληθινή» χειραψία, το χαμόγελο, η φωνή, αχ! αυτή η φωνή! Κι όσο πήγαινε η γνωριμία καλυτέρευε, κι όσο μάθαινες για εκείνον τόσο πιο πολύ κοντά του ήθελες να βρεθείς.
Και να που ήρθε η στιγμή και βρίσκεσαι στο σπίτι του να πίνετε καφέ, στο είχε πει, θα έπινες απ’ τα χέρια του τον ωραιότερο ελληνικό. Είχε δίκιο τελικά. Κι όσο απολάμβανες τον καφέ σου τόσο τον χάζευες, κι όσο τον χάζευες τόσο εκείνος χαμογελούσε, κι όταν σταματούσε η αμηχανία και άρχιζαν τα λόγια… Αχ αυτά τα λόγια (σε συνδυασμό πάντα με τη φωνή)!
Δεν ήταν μόνο το περιτύλιγμα λοιπόν από ιλουστρασιόν χαρτί που σ’ έκανε να φαντάζεσαι τα καλύτερα, τα καλύτερα υπήρχαν ήδη εκεί, στο μυαλό του, τον τρόπο σκέψης, τους τρόπους του. Όσο κοντά κι αν ήρθατε, όσα φιλιά κι αν ανταλλάξατε αυτό που σε είχε κερδίσει ήταν το «μέσα», αυτό που λένε «εσωτερικός κόσμος». Ήταν κάτι αλλιώτικο, πρωτόγνωρο και ίσως κάπως γνώριμο, κάτι από εσένα.
Είναι ξέρεις εκείνες οι φορές που δεν τρεκλίζουν τα πόδια σου στη θέα ενός διπλού κρεβατιού πρόθυμο να κατασπαράξει σάρκες, δεν σε νοιάζει καν για την ακρίβεια. Όσος ιδρώτας και να χυθεί σ’ εκείνα τα σεντόνια εσύ ξέρεις πως ήδη στην άκρη του κομοδίνου έχεις παραδώσει κάθε γωνία του μυαλού σου και αρκεί.