Δε λέω, όταν σε πρωτοείδα ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός, πέρασες και ταρακούνησες όλο μου το είναι, εγώ ο αντιρομαντικός να βλέπω γύρω μου καρδούλες, λουλούδια και αγάπες. Ίσως να ερωτεύτηκα πρώτη φορά στη ζωή μου. Όταν όμως έφυγες ξαφνικά μέσα σε μια νύχτα, μου τα ξερίζωσες όλα από μέσα μου, ρήμαξες ό,τι είχα και δεν είχα μέσα μου για σένα όπως ακριβώς όταν σκάει με δύναμη το κύμα στην ακτή επάνω στο κάστρο ενός μικρού παιδιού.
Πέρασαν μέρες, βδομάδες, μήνες που ξεσπούσα ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, έφτασα πολύ πιο κάτω απ’ τον πάτο, το απόλυτο άδειασμα της ψυχής. Σ’ευχαριστώ όμως παλιομαλάκα γιατί τώρα έχω ανέβει τόσο ψηλά που θα χρειαστείς πολλές σκάλες για να φτάσεις έστω απλά για να δεις τη μορφή μου. Και τη θέση σου πλέον έχει πάρει ο πραγματικός έρωτας, αυτόν που δεν είχε ποτέ μέσα της η σκατόψυχη καρδιά σου.
Γι΄αυτό φρόντισε να μην ξαναεμφανιστείς μπροστά μου, ούτε σαν ζητιάνος στα φανάρια της Συγγρού.