Θέλει δύναμη και νεύρο να φυλάς σκοπιά στον Έβρο. Αγκαλιά με τη μοναξιά σου, τις σκέψεις που ποτέ δεν κοιμούνται, τα «αν» που φοβάσαι μη γίνουν πραγματικότητα. Φυλακισμένος στα συναισθήματά σου μη μπορώντας να αποφασίσεις ποιο θα υπερισχύσει, η καρδιά ή η λογική;
Έχουν έρθει στιγμές που ζήτησα απ’ τον εαυτό μου να πάψει να κλαίει από μέσα του. Ήθελα να φανώ δυνατή, δεν απαίτησα τίποτα κι εσύ ζητούσες όλο και περισσότερα. Να εξαντλείται η υπομονή μου σαν νερό σε κοιλάδα που διψάει το καλοκαίρι. Έπαψα απότομα να κάνω αυτό που ήξερα καλύτερα, ΌΝΕΙΡΑ! Με ποιον; Για ποιον; Μα δεν είσαι εδώ. Έρχεσαι και φεύγεις σαν σύννεφο, δεν προλαβαίνω. Έμαθα να περιμένω, συνήθισα. Όχι ώρες, όχι μέρες, όχι μήνες, αυτά όλα κύλησαν γρήγορα.
ΧΡΌΝΙΑ. Ολόκληρα χρόνια που κοινά συναισθήματα υπήρξαν μόνο στο κρεβάτι μας. Πολλές νύχτες άδειο κι εκείνο να λαχταράει τη ζεστασιά μας. Δεν είχα λόγια, ήθελα μονάχα να ζήσω, να ζήσω εκείνο το «μαζί» που πάντα ζήλευα σε ζευγαράκια στα βράχια της Πειραϊκής πιασμένα χέρι χέρι.
Μα άντεξα. Κοίταξε με, είμαι εδώ και σε περιμένω. Έτσι απλά θα έρθεις, το ξέρω, και δε θα ξαναφύγεις ποτέ. Εκείνο το εμπόδιο που η τύχη μου έστειλε, θα το κοιτάξω κατάματα, δε θα το ρωτήσω «γιατί εμένα;», θα του πω «δοκίμασε με, αντέχω».
Γιατί η καρδιά μου κι η ψυχή μου αγαπούν. Η μοναξιά με χλευάζει, πολλές νύχτες ο εγωισμός μου, μου κουνάει το δάχτυλο, «εσύ γιατί δε ζεις;». Μα εκείνο το καρδιοχτύπι όταν αντικρίζω τα καταπράσινα μάτια σου, εκείνο το καρδιοχτύπι που τα κλειδιά στην πόρτα μοιάζουν με μουσική. Το φιλί, η αγκαλιά, το χάδι…
Είμαι ακόμη εδώ. Με κρατάς έρμαιο, με φυλάκισες στο κελί της καρδιάς σου και η μόνη σωτηρία είναι να είμαστε μαζί.
Μη με ξεχνάς…